Η ΔΕΥΑΝ θεωρεί αρχικά ότι η υπαγωγή των υπηρεσιών ύδατος στη νέα Ρυθμιστική Αρχή δεν έχει αιτιολογηθεί επαρκώς ως προς την αναγκαιότητά της.
Μια ρυθμιστική αρχή έχει συνήθως ως αντικείμενο να εποπτεύει και να ρυθμίζει μια ελεύθερη αγορά που λειτουργεί υπό συνθήκες ανταγωνισμού, προστατεύοντας έτσι (σύμφωνα με το ευρωπαϊκό και το εθνικό δίκαιο) τους καταναλωτές από τις υπερβολικές χρεώσεις.
Στην περίπτωση όμως των υδάτων (και ειδικά του πόσιμου νερού) έχουμε ένα φυσικό πόρο που αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, και ο οποίος ως σήμερα τελεί υπό καθεστώς νόμιμου μονοπωλίου που είναι υπό την εποπτεία των κρατικών φορέων, αλλά και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Προκύπτει λοιπόν ένα ερώτημα, το οποίο φαίνεται να απασχολεί και όλους σχεδόν τους φορείς που προσφέρουν μέχρι σήμερα υπηρεσίες ύδατος, αναφορικά με το πώς η νέα ρυθμιστική αρχή θα διαχειριστεί έναν τέτοιο πόρο στο μέλλον χωρίς να προκύψει ο κίνδυνος να αλλοιώσει τα παραπάνω χαρακτηριστικά του.
Με άλλα λόγια, είναι έντονη η ανησυχία, ότι με τη θέσπιση της Ρ.Α.Α.Ε.Υ. ενδέχεται να προκύψουν παρεμβάσεις στον τομέα υπηρεσιών ύδατος και κατ’ επέκταση σε έμμεση/σταδιακή ιδιωτικοποίησή τους (σε αντίθεση με πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ υπέρ της δημόσιας διαχείρισης του νερού: ΣτΕ 1906/2014, 190/2022, 191/2022 και 1886/2022).
Έντονος είναι, επίσης, ο προβληματισμός ότι το προτεινόμενο Νομοσχέδιο ανατρέπει το υφιστάμενο καθεστώς λειτουργίας των φορέων παροχής υπηρεσιών ύδρευσης και προκαλεί έτσι μια σύγχυση και αλληλοεπικάλυψη αρμοδιοτήτων.
Ένα κρίσιμο ζήτημα που δεν έχει απαντηθεί από το νομοσχέδιο είναι το κριτήριο ή τα κριτήρια γύρω από τα οποία θα αναπτυχθεί η διαδικασία διαμόρφωσης και ελέγχου της τιμής του νερού, καθώς στην τιμολόγηση του πόσιμου νερού μπορούν να ληφθούν υπόψη αρκετά αντικρουόμενα κριτήρια. Έτσι λοιπόν, ένα κριτήριο που μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές νερού είναι η κοινωνική διάσταση του νερού (όπως τονίζεται στην πρόσφατη Ευρωπαϊκή Οδηγία για το πόσιμο νερό), με τη διασφάλιση της πρόσβασης σε ασφαλές πόσιμο νερό για όλους, και με έμφαση στις ευάλωτες και περιθωριοποιημένες ομάδες.
Από την άλλη, σημαντικό κριτήριο που μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές νερού, σύμφωνα με την Οδηγία πλαίσιο για τα νερά, αποτελεί η τιμολόγησή του βάσει του πλήρους κόστους (συμπεριλαμβανομένου του κόστους του πόρου και του περιβαλλοντικού κόστους). Το νερό, ως περιβαλλοντικό αγαθό, ως ένας περιορισμένος φυσικός πόρος (ή φυσικός πόρος σε ανεπάρκεια), και ταυτόχρονα εξαιτίας του κοινωνικού χαρακτήρα του ,που ως πόσιμο πρέπει να είναι προσβάσιμο σε όλους, δεν πρέπει και δεν μπορεί να ακολουθεί τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς.
Η έναρξη λειτουργίας της νέας ρυθμιστικής αρχής σε μια περίοδο που το ενεργειακό κόστος πιέζει ασφυκτικά τόσο τα οικιακά τιμολόγια όσο και τη βιωσιμότητα των ΔΕΥΑ, εκτιμάται πως ενδέχεται να επιφέρει σημαντικές αυξήσεις στην τιμή του νερού προς τους πολίτες, αλλά και υπέρογκα πρόστιμα στις ΔΕΥΑ. Η πιθανή επιβολή υψηλών προστίμων μπορεί να προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερο κοινωνικό κόστος, δημιουργώντας μεταξύ άλλων συνθήκες συγχώνευσης των υπηρεσιών.
Το νερό, όμως, δεν είναι εμπορικό προϊόν και οι υπηρεσίες Υδροδότησης και Αποχέτευσης δεν μπορούν να ανήκουν στην αγορά. Με απλά λόγια, δεν συντρέχει εν προκειμένω η βασική προϋπόθεση που απαιτείται για την υπαγωγή μιας δραστηριότητας στην αρμοδιότητα μιας ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής, δηλ. η λειτουργία της δραστηριότητας αυτής σε περιβάλλον αγοράς.
Στον τομέα της υδροδότησης της χώρας δεν νοείται η ύπαρξη αγοράς ούτε δραστηριοποίηση κερδοσκοπικών επιχειρήσεων στο σχετικό πεδίο, ώστε να απαιτείται η ρύθμισή τους από Ανεξάρτητη Αρχή. Δεδομένου ότι, όπως έχει κριθεί από το ΣτΕ, η δημόσια υπηρεσία Ύδρευσης και αποχέτευσης, κατ’ αντιδιαστολή προς άλλες υπηρεσίες που έχουν πλέον περιέλθει στο χώρο της αγοράς (ενέργεια, ταχυδρομικές υπηρεσίες, επιβατικές μεταφορές, τηλεπικοινωνίες), δεν επιτρέπεται να ιδιωτικοποιηθεί, η υπαγωγή της στη ρυθμιστική αρμοδιότητα ΡΑΕ είναι ασύμβατη προς την αποστολή αμφοτέρων.
Ακούστηκε κατά τη συζήτηση στη Διαρκή Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου ότι οι υπηρεσίες υδροδότησης νομίμως υπάγονται στη ΡΑΕ γιατί αποτελούν μονοπώλιο. Όπως είναι γνωστό, η ύπαρξη μονοπωλίου προϋποθέτει εμπορικό προϊόν που επιτρέπεται να πωλείται από ένα και μόνο επιχειρηματία. Όμως, το νερό στην Ελλάδα δεν είναι εμπορικό προϊόν και δεν πωλείται, αλλά παρέχεται με μερική ανάκτηση του κόστους του. Επομένως, στη χώρα μας οι υπηρεσίες υδροδότησης δεν αποτελούν μονοπώλιο.
Επίσης η ενίσχυση των Δ.Ε.Υ.Α., κυρίως με επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, θα μπορούσε να συμβάλει στην καλύτερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των ιδιαίτερων προβλημάτων που αντιμετωπίζει κάθε Δήμος (ακόμα και στα ζητήματα τιμολόγησης), κάτι που θα είναι αρκετά δύσκολο να το πραγματοποιεί στο μέλλον κεντρικά μια ρυθμιστική αρχή.
Καχριμάνης Γιώργος
Πρόεδρος
Δ.Ε.Υ.Α. ΝΑΥΠΛΙΕΩΝ